- ἐπαίτης
- ἐπαίτηςbeggarmasc nom sgἐπαιτέωask besidesimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἐπαιτέωask besidesimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαίτης — ο (AM ἐπαίτης, θηλ. ἐπαῑτις») [επαιτώ] ζητιάνος, ζήτουλας, διακονιάρης μσν. νεοελλ. «μοναχοί ἐπαῑτες ἤ Τάγματα τῶν Ἐπαιτῶν» μοναχικά τάγματα που ιδρύθηκαν κατά τον 13ο αιώνα και συντηρούνται με τις ελεημοσύνες τών πιστών … Dictionary of Greek
επαίτης — ο αυτός που επαιτεί, ζητιάνος, ζήτουλας, διακονιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπαιτῶν — ἐπαίτης beggar masc gen pl ἐπαιτέω ask besides pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἐπαιτέω ask besides pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαῖται — ἐπαίτης beggar masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαίταις — ἐπαίτης beggar masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαίτην — ἐπαίτης beggar masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαίτῃ — ἐπαίτης beggar masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ίρος — (I) Ἶρος, ὁ (Α) 1. ο Ιθακήσιος επαίτης Αρναίος, που ονομάστηκε έτσι από τους μνηστήρες ως αγγελιαφόρος 2. (ως προσηγορικό) επαίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἶρις, όνομα τής αγγελιαφόρου τών θεών] … Dictionary of Greek
Γκραβαρίτης — και Κραβαρίτης, ο 1. αυτός που κατοικεί στα Κράβαρα (περιοχή τής Ναυπακτίας) ή κατάγεται από εκεί 2. επαίτης από αυτήν την περιοχή 3. επαίτης 4. αυτός που εκλιπαρεί για βοήθεια με αναξιοπρεπή τρόπο … Dictionary of Greek
ἐπαίτας — ἐπαίτᾱς , ἐπαίτης beggar masc acc pl ἐπαίτᾱς , ἐπαίτης beggar masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)